Χερσόνησος Καλλιπόλεως / Θρακική Χερσόνησος
[Τόπος]

> Υπό κατασκευή IN ENGLISH
Κοινή ονομασία
Χερσόνησος Καλλιπόλεως / Θρακική Χερσόνησος
Τοπική ονομασία
Gelibolu Yarımadası (Çanakkale ili, Trakya Yakası)
Φωνητική απόδοση
Γκελίμπολού Γιαριμαντασ[ί] (Τσανάκκαλέ ιλί, Τράκια Γιακασ[ί])
Επίσημη ονομασία
Χερσόνησος Καλλιπόλεως (ευρωπαϊκό τμήμα του Νομού Δαρδανελλίων / Τσανάκκαλέ)
Χαρακτήρας
Χαρακτήρας
Τμήμα.
Χαρακτήρας
Νομός.
Διοικητική κατάταξη
Αποτελεί το βόρειο (= ευρωπαϊκό) τμήμα του Νομού Δαρδανελλίων / Τσανάκκαλέ, τ. Çanakkale ili, ο οποίος ανήκει στην Περιφέρεια Μαρμαρά. Ο Νομός Δαρδανελλίων, ένας από τους έντεκα νομούς της Περιφέρειας Μαρμαρά, καταλαμβάνει ένα μικρό τμήμα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (την Θρακική Χερσόνησο / Χερσόνησο της Καλλιπόλεως) και το βορειοδυτικότερο άκρο της Ασιατικής Τουρκίας (την χερσόνησο της Τρωάδας). Κατέχει δηλαδή την βόρεια (ευρωπαϊκή) και τη νότια (ασιατική) πλευρά των Στενών του Ελλήσποντου ή Δαρδανέλλια.
Η Διοικητική Περιφέρεια Μαρμαρά / τ. Marmara bölgesi καταλαμβάνει ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη) κι όλους τους ασιατικούς νομούς που βρίσκονται στη νότια πλευρά της Θάλασσας του Μαρμαρά.
Λέξεις - Κλειδιά
Αθηναϊκή πολιτική.
Αιγαίο ΒΑ.
Αιολικές πόλεις-κράτη.
Ανατολική Θράκη / Ευρωπαϊκή Τουρκία.
Αχαιμενίδες Πέρσες.
Βαλκανικοί πόλεμοι.
Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Δαρδανέλλια / Ελλήσποντος.
Διοίκησις Θράκης / Dioecesis Thraciae, Ύστερη Αρχαιότητα.
Διωγμός 1913-1918.
Εκκλησιαστικά κτίσματα.
Εκστρατεία Καλλιπόλεως 1914-1916.
Εκτοπίσεις.
Ελληνική Αρχαιότητα.
Ελληνική μυθολογία.
Ελληνισμός.
Επαρχία Ευρώπη, Dioecesis Thraciae.
Θράκες.
Θρακική Χερσόνησος / Χερσόνησος Καλλιπόλεως.
Θρακικό Αρχιπέλαγος.
Ίμβρος / Imvroz / Gökçeada.
Ιχθυοπανίδα.
Ιωνικές πόλεις-κράτη.
Καλλίπολις / Καλλίπολη / Gelibolu.
Καταλανική Κομπανία.
Κεμάλ Ατατούρκ.
Κριμαϊκός πόλεμος.
Μάδυτος / Eceabat.
Μέγας Αλέξανδρος.
Μηδικοί πόλεμοι / Περσικοί πόλεμοι.
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ορχάν γκαζί.
Οχυρώσεις.
Πελοποννησιακός πόλεμος.
Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος.
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ανατολικό τμήμα.
Ρωμιοσύνη.
Σουλεϊμάν γκαζί.
Ψαρική.