Ηράκλεια Ποντική / Ποντοηράκλεια
Η Ηράκλεια η Ποντική / Ereğli και Karadeniz Ereğlisi, έδρα της εταιρίας Erdemir, της μεγαλύτερης χαλυβουργίας της Τουρκίας, είναι η πρώτη από τις τέσσερις αποικίες που ίδρυσαν οι Μεγαρείς στα παράλια του Εύξεινου Πόντου / Μαύρης Θάλασσας. Αυτή η μητροπολιτική αποικία στις ευξεινοποντιακές ακτές της Βιθυνίας, ανάμεσα στις εκβολές του Λύκου (Kılıçsu Çay) και την Αχερουσία Άκρα (Baba Burnu), ιδρύθηκε το 559/8 π.Χ.
Οι έποικοι, πολιτικοί πρόσφυγες από τα σπαρασσόμενα Μέγαρα, ίσως να έσμιξαν με ομάδες από τις μεγαρικές αποικίες της Προποντίδας –ίσως κι από το ίδιο το Βυζάντιον– για να εκμεταλλευτούν την εμπειρία τους σε σχέση με αυτή την άγνωστη για αυτούς θαλασσινή λεκάνη.
Ευτυχώς, είχε προηγηθεί ο πανελλήνιος ήρωας Ηρακλής, κατεξοχήν ηρωική μορφή των Δωριέων κι ακόμα περισσότερο των Μεγαρέων. Εδώ είχε κάνει τον τελευταίο από τους υπεράνθρωπους άθλους του: συνέλαβε τον Κέρβερο, τον τερατώδη φρουρό του Άδη με τις τρεις κεφαλές σκύλου, την ουρά δράκοντος και τις εννιά φιδοκεφαλές, και τον έβγαλε προσωρινά στον επάνω κόσμο για να τον σύρει ως την Αργολίδα, να τον παρουσιάσει στον έντρομο βασιλιά Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής, λοιπόν, είχε καθαγιάσει τον τόπο όπου εγκαταστάθηκαν αιώνες μετά την εποχή των μύθων οι Μεγαρείς. Κι όπως διηγείται ο Ξενοφών, όταν έφτασαν στην Ηράκλεια οι Μύριοι το 400 π.Χ., οι Ηρακλειώτες τους έδειξαν το τριπλό Σπήλαιο του Ηρακλέους, το Αχερούσιον Σπήλαιον, «που πάει σε βάθος περισσότερο από δύο στάδια (πάνω από 400 μ)».
Χιλιετίες αργότερα, στα ύστερα οθωμανικά χρόνια, αποκαλύφθηκε ότι αυτή η κόλαση που φρουρούσε ο Άδης, με τα μαύρα γυαλιστερά κοιτάσματα και τη χαρακτηριστική μυρωδιά από το διοξείδιο του άνθρακος, που δηλητηριάζει τον αέρα, μπορούσε να αναδειχθεί σε ένα πελώριο ανθρακωρυχείο. Κι έτσι, το θαυμάσιο λιμάνι του Έρεγλι έγινε το επίνειο του κοντινού Ζογκουλντάκ, ενώ η πρώτη εταιρία που ανέλαβε την εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων στα μέσα του 19ου αι. ονομάστηκε Société Ottomane d’Héraclée.
Πόσο αντέχουν οι θρυλικοί ήρωες στον χρόνο; Και πόσο ανθίστανται τα τοπωνύμια, παλεύοντας και νικώντας τη λήθη;