Ίμερα του Πόντου

Άγριες ερημιές στην ορεινότατη ενδοχώρα του Ανατολικού Πόντου. Κατάφυτες βουνοπλαγιές διάσπαρτες από εκκλησίες και ξωκκλήσια. Στα σύνορα των νομών Τραπεζούντας και Αργυρουπόλεως. Υπέροχα τοπία χαμένα στα σύννεφα, στα βάθη των βουνών, στην άκρη της μνήμης. Χιονισμένες κορυφές, τρομερές κατωφέρειες, χείμαρροι, παλαιά γεφύρια, πέτρες λαξεμένες πριν από αιώνες. Οι δικοί μας άνθρωποι πουθενά-παντού. Το σπίτι του μεγάλου δάσκαλου Φωστηρόπουλου, διευθυντή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος. Ο ήχος του κεμεντζέ του ξακουστού λυράρη Σαβέλη. Ο κήπος του Ματθαίου και της Τσόφας Σετάτου, γονιών της Ειρήνης, της Αγάπης, της Αμαλίας και της μικρής Αντιγόνης, που παντρεύτηκε το 1910 και βρέθηκε στην ρωσοκρατούμενη Τασκένδη κι από εκεί στην Τεχεράνη, στο Μπακού, στο Μπατούμι, στη Νεάπολη της Κοζάνης. Η ροδακινιά της Αντιγόνης ακόμα εκεί: στον μικρό κήπο στην Ίμερα. Εκεί και η Κεντρική Σχολή, εκεί και ο σύλλογος «Αδαμάντιος Κοραής», εκεί και η γυναικεία Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ανακαινισμένη το 1860. Τότε ζούσαν 3.500 Ελληνοπόντιοι στις οκτώ ενορίες της Ίμερας. Και κάθε ενορία είχε τουλάχιστον μία εκκλησία. Λιθόχτιστη, γεροχτισμένη, ευρύχωρη. Μα μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878, η μετανάστευση χτύπησε τις πόρτες των Ιμερέτ’. Άλλοι στην Τραπεζούντα, άλλοι σε διάφορα μέρη της οθωμανικής επικράτειας, άλλοι στη Ρωσία κι άλλοι στη Γεωργία. Μαράζωνε η χιονοσκεπής Ίμερα. Λιγοστοί ήταν αυτοί που έφυγαν από το πατρογονικό χωριό με την Ανταλλαγή. Κανείς τους δεν έφυγε στ’ αλήθεια.