Σεφέρης, Μέρες του 1945-1951 (1973)
[Βιβλιογραφία]
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες του 1945-1951 Ε. Χ. Κάσδαγλης (επιμ.), (Ίκαρος, Αθήνα 1973)
Από τη Σημείωση του Γ. Σ. με τη συμπλήρωση «Αθήνα, Γενάρης 1967» σ. 9: Οι σελίδες που ακολουθούν ξεχώρισαν, θα έλεγα από μόνες τους σχεδόν, ανάμεσα στις πολλές που χρησιμοποιούμε για να βοηθήσουμε, με διάφορους τρόπους, τη μνήμη μας. Είναι οι τελευταίες, για την ώρα, μιας σειράς –σημαδεμένης από τις μεταπτώσεις και τις αναπόφευκτες διαλείψεις της τρέχουσας ζωής, που πρέπει ν' αρχίζει στα 1925. Αφορούν, δεν είναι ανάγκη να το προσθέσω, μόνο τον άνθρωπο και όχι τις ειδικές υπηρεσιακές ασχολίες του, ή, για να είμαι πιο σαφής: δεν άγγιξα διόλου προσωπικά σημειωματάρια της δημόσιας ζωής μου. Αυτά είναι πράγματα άλλων καιρών, αν δεν πάνε, στ' αναμεταξύ, στη φωτιά. Όσο για τα ονόματα σύγχρονων προσώπων που αναφέρουνται εδώ, μια λέξη ακόμη: Στο πρώτο δακτυλογράφο αυτών των σελίδων δε μνημονευότανε κανένα. Αισθανόμουν ότι τα ονόματα θα έδιναν έναν προσωπικό τόνο που δεν ήθελα, και, στη θέση τους, είχα βάλει αποσιωπητικά. Ωστόσο, δυο τρεις φίλοι που το διάβασαν (τους ευχαριστώ για τις φροντισμένες υποδείξεις τους), ενοχλήθηκαν από αυτά τα σημεία. Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω, όπου ήταν ανάγκη, εικονικά ονόματα· τα δανείστηκα όλα από τους αθηναίικους δρόμους· έχουν τουλάχιστο το πλεονέκτημα να είναι όλα, καθ' ορισμόν, ένδοξα».
Και οι Μέρες του 1945-1951 (πέμπτος τόμος του ιδιότυπου αυτού Ημερολογίου) αρχίζουν με την «Πρωτοχρονιά 1945, Κυδαθηναίων 9: Νομίζω, κανένας χρόνος σαν αυτόν που πέρασε: τίποτε πιο φριχτό από τους δυο τελευταίους μήνες». Κι ύστερα: «Παρασκευή, 12 Γενάρη: Όταν δεν μπορείς να γράψεις ολόκληρο το αίσθημά σου και ολόκληρη τη σκέψη σου, όλα τούτα γίνονται γρήγορα βαρετά. Τι ολόκληρο μας έχει μείνει; Όλες αυτές τις μέρες , η ελεεινή μονοτονία της ωμότητας, του σαδιστικού πείσματος της καταστροφής. Χτες, έκανα ένα γύρο στη λαβωμένη πολιτεία: Αθηνάς, Πειραιώς, Γ' Σεπτεμβρίου, Αγίου Κωνσταντίνου, Πλατεία Κάνιγγος. Χαλάσματα, χαλάσματα•, σπίτια τιναγμένα, σμπαραλιασμένα, μ' αυτό το αλλόκοτο και φοβερό χιούμορ που παίρνουν τα έργα των ανθρώπων όταν ξεχαρβαλωθούν και αχρηστευτούν. [. . .]».
Το πρώτο μέρος (σσ. 9-117) αφορά στα χρόνια 1945-1947 όταν ο Σεφέρης είναι ακόμα στην Αθήνα. Πάει συχνά στον Πόρο. Πολλές αναφορές στα χειρόγραφά του για τον Καβάφη. Το δεύτερο μέρος (σσ. 119-232) αφορά στα χρόνια 1948-1950, όταν υπηρετεί ως σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, όπου έφτασε τον Φεβρ. του ’48. Σε αυτό το διάστημα κάνει αρκετά ταξίδια στη Μικρασία (Προύσα, Ικόνιο, Καππαδοκία), επισκέπτεται συχνά την Πόλη και επιστρέφει δυο φορές στη γενέτειρα Σμύρνη. «Κυριακή, 2 Ιουλίου [του 1950] Στις 08:00 ξεκινήσαμε για τα Βουρλά […]». Στη σ. 205 υπάρχει η εξής υποσημείωση : «Τις μέρες 14, 15 και 16 Ιουλίου [του 1950], που ήταν αρχικά εδώ, τις χρησιμοποιήσα για τη μελέτη μου Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας (Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, αριθ. 78, 1953)» όποτε δεν εμπεριέχονται σε αυτόν τον τόμο.
Το τρίτο μέρος (σσ. 233-243) αρχίζει τον «Γενάρη του 1951» από την Κηφισιά. Ο Σεφέρης επιστρέφει τον Μάρτιο στην Άγκυρα για να μαζέψει τα πράγματά του και στις 16 Απριλίου του ’51 μπαρκάρει από τον Πειραιά με τη Μαρώ για τη Μασσαλία. Μέσω Παρισιού, όπου τελειώνει ο πέμπτος τόμος, θα πάνε στο Λονδίνο.
Σύνολο σελίδες 248 (διαστάσεις 22 Χ 15 εκ) μαλακό εξώφυλλο.