Σκαρλατίδου, Το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων (2010)
[Βιβλιογραφία]
Ευδοκία Κ. Σκαρλατίδου, Το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων. Συμβολή στην έρευνα της αποικίας των Κλαζομενίων στα Άβδηρα Δημοσιεύματα 9, (Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2010)
Ο Ηρόδοτος παραδίδει (1.168) μια πρώτη αποτυχημένη απόπειρα αποικισμού αυτού του παραθαλάσσιου τόπου στα νότια του σύγχρονου Νομού Ξάνθης (στη θέση των Αβδήρων) από Κλαζομενίους στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., επειδή αυτοί απωθήθηκαν από τα τοπικά θρακικά φύλα και, έναν αιώνα αργότερα, νέοι άποικοι από τη μικρασιατική Τέω ίδρυσαν τελικά την σπουδαία αποικία των θρακικών παραλίων. Ωστόσο, το 1982 εντοπίστηκε τυχαία, έξω από τον αρχαϊκό οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης, ένα νεκροταφείο που από τα ευρήματά του χρονολογήθηκε από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., ενώ η χρήση του συνεχίστηκε μέχρι τουλάχιστον το α΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., με άλλα λόγια από το π. 650 έως το 580-575 π.Χ. Η ανασκαφή του νεκροταφείου έδειξε ότι σχετιζόταν με ελληνικό πληθυσμό, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα και τα κτερίσματα των ταφών. Επομένως δεν ήταν δυνατόν παρά να συνδεθεί με τους πρώτους αποίκους της περιοχής, τους Κλαζομενίους, οι οποίοι, αντίθετα με τη γραμματειακή μαρτυρία, φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στην αποικία που ίδρυσαν κι έζησαν εδώ επί 7-8 δεκαετίες ή και έναν αιώνα.
Αποκαλύφθηκαν 282 ταφές που σχετίζονταν με 309 άτομα. Στην πλειονότητά τους (81,2%) ανήκαν σε μικρά παιδιά, νήπια, βρέφη, ακόμη και σε έμβρυα. Το υπόλοιπο 18,8% ανήκε σε εφήβους και ενήλικες, σύμφωνα με την ανθρωπολογική μελέτη του οστεολογικού υλικού. Οι ταφές ήταν κατά κύριο λόγο ενταφιασμοί σε ταφικά αγγεία (εγχυτρισμοί), πολύ λιγότερο σε απλούς λάκκους και σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο. Πιο περιορισμένα χρησιμοποιήθηκε η καύση των νεκρών. Το σύνολο σχεδόν των κτερισμάτων (ταφικές προσφορές) ήταν κεραμική, κατά μεγάλο μέρος ανατολικο-ιωνικών εργαστηρίων, εν πολλοίς από εργαστήρια της βόρειας Ιωνίας. Στενές σχέσεις με τον χώρο της αιγιακής και μικρασιατικής Ιωνίας (Χίος, Κλαζομενές, Μίλητος, Σάμος κ.ά.) έδειξαν και οι εμπορικοί οξυπύθμενοι αμφορείς που χρησιμοποιήθηκαν για τους εγχυτρισμούς των νηπίων και των βρεφών. Αξιόλογη μεταξύ των κτερισμάτων ήταν και η παρουσία της κορινθιακής κεραμικής που αντιπροσωπεύεται από μικρά αγγεία (αρύβαλλους και αλάβαστρα).
Τα παλαιοεπιδημιολογικά στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη του οστεολογικού υλικού παρέχουν ενδείξεις για κακές συνθήκες διαβίωσης που προκαλούσαν μία σειρά από παθολογικές καταστάσεις ιδιαίτερα στα νέα άτομα του πληθυσμού που βρίσκονταν στην αναπαραγωγική ηλικία. Αιτία οι νοσηρές κλιματολογικές συνθήκες τις οποίες δημιουργούσε το ελώδες περιβάλλον της περιοχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γεννώνται παιδιά τα οποία είτε πέθαιναν αμέσως μετά τη γέννησή τους, είτε δε μπορούσαν να επιβιώσουν για πολύ. Η μη ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού της αποικίας οδήγησε την ίδια σε μαρασμό και τον πληθυσμό της σε φθίνουσα πορεία.Το χαμηλό βιοτικό και οικονομικό επίπεδο της αποικίας αντανακλάται στο μικρό ποσοστό των κτερισμένων ταφών, στις στενές επαφές κυρίως με την περιοχή της βόρειας Ιωνίας και μάλιστα την ίδια τη μητρόπολη, τις μικρασιατικές Κλαζομενές στον κόλπο της Σμύρνης και διαγράφουν την εικόνα μιας ανίσχυρης οικονομικά πόλης η οποία δεν κατόρθωσε να αναπτυχθεί αυτοδύναμα. Επιβίωσε πολύ πιθανό με τη στήριξη και τη βοήθεια της μητρόπολής της. Ανασκαφικά ευρήματα του β΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. από την περιοχή της αρχαϊκής πόλης μαρτυρούν μια συνεχή παρουσία των Κλαζομενίων καθ’ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. (π. 600-550 π.Χ.). Οι λίγοι εναπομείναντες Κλαζομένιοι φαίνεται ότι εντάχθηκαν στην κοινωνία των νέων Τηίων αποίκων που αφίχθηκαν στην περιοχή στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. [Τα περισσότερα στοιχεία είναι από την: "Περίληψη" από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ)]
«Ευρετήριο ταφών» σ. 367. Στο Παράρτημα Ι: Ανασκαφή Κουμ-Τεπέ (Αναφορά Θ. Πίστιου, 20-11-1983)¨» σσ. 371-373. Στο Παράρτημα ΙΙ: Prof. Anagnostis P. Agelarakis, “The Human Condition during the 7th C. BC in Abdera as Revealed through Physical and Forensic Anthropology” σσ. 375-385. Παράρτημα ΙΙΙ: Αρχαϊκό Νεκροταφείο, Ανάλυση δείγματος από τη μεταλλική χάντρα σ. 389. Περίληψη στα αγγλικά σσ. 391-393.
Σύνολο 398 σελίδες (διαστάσεις 29 X 23 εκ.) και 5 σχέδια σε λυτά φύλλα, διπλωμένα και τοποθετημένα σε φάκελο στο πίσω μέρος του βιβλίου. Μαλακό εξώφυλλο.